φλογαγωγός
Смотреть что такое "φλογαγωγός" в других словарях:
φλογαγωγός — ο, Ν φλογοσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + αγωγός (πρβλ. φωτ αγωγός)] … Dictionary of Greek
φλογαγωγός — ο, Ν φλογοσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + αγωγός (πρβλ. φωτ αγωγός)] … Dictionary of Greek